Ένα μικρό διήγημα....

Jun 04, 2012 23:01

Ένα μικρό διήγημα....

Wordaccount: 821 


Ξαφνιασμένη σήκωσε το κεφάλι της και παρατήρησε ότι στον ορίζοντα το χρώμα του ουρανού άρχισε να αλλάζει. Σηκώθηκε γρήγορα και βιάστηκε να κατηφορίσει τον λόφο στον οποίο βρισκόταν όλο το βράδυ. Θ’ αργούσε! 
    Γλίστρησε αθόρυβα στον κήπο από την τρύπα στον φράχτη που κρατούσε μυστικό από τότε που ήταν παιδί. Ποιος όμως θα το φανταζόταν όταν με το πέρασμα του χρόνου θα μετατρεπόταν από τρόπο διαφυγής για ευχάριστες καταστάσεις στον μόνο τρόπο που μπορούσε να δραπετεύει από την ασφυκτική πραγματικότητα; Σίγουρα όχι αυτή. Όπως και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι κάποιος θα μπορούσε να φανταστεί αυτά που έζησε.
     Σκαρφάλωσε με γρήγορες κινήσεις στον κισσό που αγκάλιαζε το πατρικό της με κινήσεις που ήταν μετριασμένες και σίγουρες. Έκλεισε πίσω της το παράθυρο και σκεπάστηκε με το πάπλωμά της πάνω στην ώρα, γιατί μόλις έκλεισε τα μάτια της να παραστήσει τη κοιμισμένη, άκουσε το πάτωμα στο ακριανό δωμάτιο να τρίζει, σημαδεύοντας ότι ο πατέρας της ξύπνησε. Αναστέναξε ανακουφισμένη που και αυτή η απόδρασή της πέρασε απαρατήρητη και αφέθηκε στην ημι-συνειδητή κατάσταση που είχε αντικαταστήσει τον ύπνο της.
     Μετά από μια ώρα περίπου σηκώθηκε. Κατέβηκε στη κουζίνα όπου την καλημέρισαν οι μυρωδιές του φρέσκου ψωμιού που ψήνεται και τα αυγά που τηγάνιζε η μητέρα της. 
    «Καλημέρα παιδί μου. Κοιμήθηκες καλά;»
    «Μια χαρά. Εσύ;»
    «Αχ, αφού τον ξέρεις τον πατέρα σου. Όλο ροχαλίζει και στριφογυρνάει. Μάτι δεν έκλεισα πάλι όλη νύχτα.»
     Εκείνη όμως ήξερε ότι αυτό δεν ήταν αλήθεια. Όσο και να παραπονιέται η μαμά, έχει συνηθίσει πια και κοιμάται μια χαρά.
    «Φάε πρωινό…» είπε με παράπονο η μητέρα της.
    «Δεν θέλω.» αρνήθηκε όπως έκανε κάθε μέρα από τότε που επέστρεψε στο πατρικό της.
    «Φάε μήπως και βάλεις κανα κιλό. Τόσους μήνες…»
    «Πάω έξω.» είπε και βγήκε στον κήπο για να γλυτώσει το κύρηγμα. Πότε επιτέλους θα σταματούσε να την πιέζει να φάει;
     Κατευθύνθηκε προς το δάσος που αρχίζει πίσω απ’ το σπίτι. Ήξερε ότι δεν θα έβρισκε παρηγοριά στη σκοτεινή αγκαλιά του αλλά τουλάχιστον θα την προστάτευε απ’ τα αδιάκριτα βλέμματα και θα την έκρυβε από τον ήλιο. Πώς να ξαναντικρίσει τον ήλιο; Πώς να δεχτεί τα ζεστά του χάδια μετά απ’ όσα είχαν γίνει;
     Έκατσε στις ρίζες της ιτιάς της. Της αγαπημένης της ιτιάς που έκλαιγε μαζί της κάθε φορά και την παρηγορούσε με την ανεκτικότητά της. Έπιασε ένα από τα μακριά κλαδιά της που άγγιζαν σχεδόν το έδαφος, και το έφερε στο πρόσωπό της για να σκεπαστεί και να μην φανούν τα δάκρυα που άρχισαν να κυλάνε. Και μαζί με τα δάκρυα αφέθηκαν ελεύθερες και οι αναμνήσεις…. Είδε ξανά το γέλιο του, άκουσε τη φωνή του, αισθάνθηκε το άγγισμά του. Ένιωσε την ευτυχία που προκαλούσε μέσα της η παρουσία του, την ένταση που υπήρχε στους καβγάδες τους αλλά και την ανακούφιση όταν σταματούσαν. Και όπως πάντα είδε τα εκτυφλωτικά εκείνα φώτα που τώρα αναθεματίζει και μισεί με όλη της τη ψυχή. Ένιωσε τα άσχημα συναισθήματα να σιγοβράζουν μέσα της αλλά η μη εκτόνωσή τους τα έθαψε πάλι στα βάθη της μαύρης πια καρδιάς της…
     Γύρισε σπίτι αφότου έδυσε ο ήλιος. Η μητέρα της την ανάγκασε κυριολεκτικά με το ζόρι να φάει πέντε μπουκιές φαγητό και μετά κουνώντας αποδοκιμαστικά το κεφάλι την άφησε να φύγει από την κουζίνα σα να ήταν κυνηγημένο ζώο. Το σπίτι δεν άργησε να ηρεμήσει και να πάρει τους αργούς ρυθμούς της νύχτας. Περίμενε μέχρι να πέσουν οι γονείς της για ύπνο ώστε να ξεγλιστρήσει και να πάει στον γνώριμο πια λόφο.
    Ανέβηκε με μεγάλες δρασκελιές την ανηφόρα και έτρεξε σχεδόν, στην συνηθισμένη της θέση. Και μόνο τώρα μπόρεσε να νιώσει λίγο πιο ήρεμη και ν’ αφήσει το βλέμμα της να ταξιδέψει στον απέραντο νυχτερινό ουρανό.
    Δεν άργησε να βρεθεί κι εκείνος δίπλα της.
    «Ως πότε θα έρχεσαι;»
    «Για πάντα. Δεν θα σε αφήσω ποτέ.»
    «Δεν γίνεται αυτό αγάπη μου. Πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή σου.»
    «Πια ζωή; Δεν υπάρχει ζωή χωρίς εσένα!»
    «Υπάρχει. Και σε περιμένει εκεί κάτω.»
    «Εγώ θέλω να είμαι εδώ, μαζί σου, στον λόφο.»
    «Συντροφιά με τους νεκρούς….»
    «Όχι. Συντροφιά με σένα!»
    «Δεν αξίζεις κάτι τέτοιο μάτια μου. Γύρνα στους ζωντανούς.»
    «Μη μιλάς. Ήρθα να σε δω και όχι να με στείλεις πίσω. Μη μιλάς.» 
     Κι έμεινε να τον κοιτάζει ώρες ατέλειωτες. Όπως έκανε κάθε βράδυ εδώ και 8 μήνες. Όπως θα κάνει για πάντα. Και την κοιτούσε κι εκείνος και θλίβονταν αφάνταστα που την έβλεπε να είναι χαμένη από τον κόσμο που απλώνονταν κάτω από τον λόφο τους.

Το πρωί η μητέρα της πάλι προσπάθησε να την κάνει να φάει πρωινό κι εκείνη πάλι το έσκασε. Η γυναίκα αναστέναξε βαθιά και κούνησε θλιμμένη το κεφάλι της. Μάτωνε η καρδιά της να βλέπει σε αυτό το χάλι την κόρη της. Να κρύβεται όλη μέρα στο δάσος και το βράδυ να το σκάει στους λόφους. Νόμιζε ότι δεν την είχαν καταλάβει, αλλά δεν γελιέται η μάνα. Σαν πονάει το παιδί της, δε λογαριάζει τίποτα. Πανάθεμά τον εκείνον τον οδηγό που σκότωσε τον γαμπρό της και κομμάτιασε τη ψυχή της κόρης της. Πανάθεμά τον!

Διηγήματα

Previous post Next post
Up